ποικιλοφαγώ

ποικιλοφαγώ
-έω, Μ
τρώω πολλών ειδών, ποικίλα εδέσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -φαγῶ (< -φάγος < θ. φαγ- τού ἔφαγον, αόρ. β' τού ἐσθίω), πρβλ. ξηρο-φαγία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

  • ποικιλοφαγία — ἡ, Μ [ποικιλοφαγώ] το να τρώει κανείς ποικίλες τροφές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”